Ο όρθρος των ψυχών
Τ' αστέρια τρεμοσβήνουνε κι η νύχτα είναι λίγη
Με φωσ χλωμό και άρρωστο οι κάμποι αντιφεγγίζουν
Κι ολόγυρά του όπου στραφεί το μάτι του ξανοίγει
Εδώ κορμιά εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουν
Φίλουσ κι εχθρούσ ο θάνατοσ σ' ένα τραπέζι σμίγει
Όπου τα αγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν
Χαρά στον όπου γλίτωσε χαρά στον που 'χει φύγει
Μα όσουσ το βόλι εξέσκισε κοράκια ξανασκίζουν
Κι άξαφνα ορθόσ ο σαλπιχτήσ πηδάει ο λαβωμένοσ
Στριγκή φωνή και σπαραχτή η σάλπιγγα του βγάζει
Που λεσ τον ίδιο τησ χαλκό και όχι αυτιά σπαράζει
Μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό κανένασ πεθαμένοσ
Μόν' τα κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά σαν να 'ναι
Των σκοτωμένων οι ψυχέσ που στα ουράνια πάνε