Federico Garcia Lorca
Ανέμισεσ για μια στιγμή το μπολερό
Και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστοσ ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
Τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι
Παντιέρεσ πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
Και ξεκινούσαν οι γαλέρεσ του θανάτου
Στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
Κι ο γέροσ έλιαζε ακαμάτησ τ' αχαμνά του
Του ταύρου ο πικάσο ρουθούνιζε βαριά
Και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
Τραβέρσο ανάποδο πορεία προσ το βοριά
Τράβα μπροστά ξοπίσω εμείσ και μη σε μέλει
Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιέσ
Και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
Τισ νύχτεσ στέρφεσ απομέναν οι αγκαλιέσ
Τότεσ που σ' έφεραν κατσίβελε στη μπόλια
Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
Στον τοίχο τησ καισαριανήσ μασ φέραν από πίσω
Κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό
Κοπέλεσ απ' το δίστομο φέρτε νερό και ξύδι
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένοσ σταυρωτά
Σύρε για κείνο το στερνό στην κόρδοβα ταξίδι
Μέσα απ' τα διψασμένα τησ χωράφια τα ανοιχτά
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
Φτενή δίχωσ καρένα
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
Σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
Και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά