Η Θυμιούλα
Η θυμιούλα η μαυρομάτα που ‘χει μάνα την σταμάτα
Εβαρέθηκε την στάνη το χωριό και το μποστάνι
Τα βουνά και τα περβόλια το θανάση και τον κόλια
Μ' άλλα λόγια είχε μπουχτίσει τισ κατσίκεσ και τα γίδια
Κι είχε βαρεθεί να βλέπει βρε τα ίδια και τα ίδια
Αχ και μια ασπροντυμένη κόρη κατέβηκε στην πόλη
Κι η θυμιούλα η μαυρομάτα που ‘χει μάνα την σταμάτα
Που τραγούδαγε στα αλώνια και σωπαίνανε τα αηδόνια
Και έλεγεσ για αυτό το φρούτο παναγιά μου τι ‘ναι τούτο
Η θυμιούλα η μαυρομάτα που ‘χε βαρεθεί την στάνη
Το θανάση και τον κόλια το χωριό και το μποστάνι
Αχ όταν ήρθε μεσ την πόλη τησ αρέσαν' όλεσ κι όλοι
Κι η θυμιούλα η μαυρομάτα που ‘χει μάνα την σταμάτα
Που όταν ήρθε μεσ την πόλη τησ αρέσαν' όλεσ κι όλοι
Σε ένα από τα μεσονύχτια μπλέχτηκε σε ενόσ τα δίχτυα
Που τησ φύλαγε τα χείλη που τησ χάιδευε το χέρι
Που τησ έμαθε εντέλει πωσ το τρίβουν το πιπέρι
Αχ και την άφησε την μαύρη κι άλλη εκείνοσ πήγε να βρει
Κι η θυμιούλα η μαυρομάτα που ‘χει μάνα την σταμάτα
Ξαναγύρισε στην στάνη στο χωριό και στο μποστάνι
Στα βουνά και στα περβόλια στο θανάση και στον κόλια
Ξαναγύρισε μ' αγάπη στισ κατσίκεσ και στα γίδια
Και ξανάρχισε η θυμιούλα βρε τα ίδια και τα ίδια
Αχ κι από τότε καμιάσ κόρη δεν κατέβηκε στην πόλη