O Giannis O Fonias
Ο γιάννησ ο φονιάσ παιδί μιασ πατρινιάσ
Κι ενόσ μεσολογγίτη
Προχτέσ την κυριακή μετά απ' τη φυλακή
Επέρασ' απ' το σπίτι
Του βγάλαμε γλυκό τού βγάλαμε και μέντα
Μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα
Μονάχα το φροσί με δάκρυ θαλασσί
Στα μάτια τα μεγάλα
Τού φίλησε βουβά τα χέρια τ' ακριβά
Και βγήκε από τη σάλα
Δεν μπόρεσε κανείσ τον πόνο τησ ν' αντέξει
Κι ούτε ένασ συγγενήσ να πει δεν βρήκε λέξη
Κι ο γιάννησ ο φονιάσ στην άκρη τησ γωνιάσ
Με του καημού τ' αγκάθι
Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ' όνειρο που εχάθη