Η Βγενούλα (Μύκονος)
Μα η Βγενούλα η μικρή, η μικροπαντρεμένη
όπου καυχιόταν κι έλεγε πως Χάρος δεν την παίρνει
Γιατί είν' τα σπίτια της ψηλά κι άντρας της παλικάρι
Γιατί έχει δώδεκα αδελφούς και δεκαοχτώ κουνιάδοι
Κι ο Χάρος όντως τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη
Άσπρο πουλάκι γίνηκε, μαύρο χελιδονάκι
Και πήγε και τη γκίλωσε μες στο ζερβί βυζάκι
Μάνα το κεφαλάκι μου, μάνα πονεί η καρδιά μου
Στρώσε μάνα την κλίνη μου να πέσω να πεθάνω
Μάνα σαν έρθει ο Κωσταντής μην τον κακοκαρδίσεις
Στρώσε του τάβλα να γευτεί και τάβλα να δειπνήσει
Βάλε του και γλυκό κρασί για να καλοκαρδίσει
Ακόμα ο λόος ήστεκε κι ο Κωσταντής μπροβαίνει
Βλέπει σταυρό στην πόρτα του, παπάδες στην αυλή του
Βλέπει τον πρωτομάστορα να σκάβει το μνημούρι
Να ζήσεις πρωτομάστορα, ποιανού 'ναι το μνημούρι
Δεν έχω στόμα να στο πω, χείλη να στο μιλήσω
Κι ούτ' η καρδιά μου με βαστά να σου το μολογήσω
Είν' τση Βγενούλας τση μικρής, τση μικροπαντρεμένης
Όπου καυχιόταν κι έλεγε πως Χάρος δεν την παίρνει