Τρι Άρχοντες Καθόντανε (Καππαδοκία) [feat. Χορωδία]
Τρι άρχοντες καθόντανε σ' ένα καλό τραπέζι
Ο εις καυχιούνταν τ' άσπρα του κι άλλος τη φορεσιά του
Κι ο Μαυροζής καυχιούντανε, καυχιούνταν την καλήν του
Καλή μ' τα χείλια τ'ς ξάζιεστα, τα μάτια τ'ς δυο χιλιάδες
Και το λιγνό της το κορμί την Πόλη αγοράζει
Στάσου, στάσου κυρ Μαυροζή, στάσου και μην καυχιέσαι
Καλή σου εμπροστά εν καλή και πίσω σε χαλάει
Έν' άδικο τον έριξαν να πάρουν την καλή του
Πουλεί τα σπίτια τα 'μορφα, τ'ς αυλές μαρμαρωμένες
Πουλεί και τα περβόλια του, τα μήλα φορτωμένα
Επούλησεν, επούλησεν και τα μισά δε σώσαν
Άλλο τίποτα δεν έχω, μόν' έχω την καλή μου
Απ' το χέρι την έπιασε και στο παζάρ' τη βγάζει
Φάνηκ' ένας γενίτσαρος, μικρός γενιτσαράκος
Λάλει, λάλει. Απούλητε και τι 'ναι η τιμή της
Αμέτρητα τα έβγαλε κι αψήφητα τα 'δώκεν
Τα γιόμισε στον κόρφο του, κλαίει και παραμένει
Γυρνά τρανάει πίσω του για να δει την καλή του