Μια Κόρη από την Εύριπου (Μικρά Ασία)
Μια κόρη από την Εύριπου θέλει να ταξιδέψει
ερ, θέλει να κά- ερ, θέλει να κά- ερ, θέλει να κά- να κάνει πέρασμα
Θέλει να κάνει πέρασμα, πέρα για να περάσει
ερ, δίνει 'κατό, ερ, δίνει 'κατό, ερ, δίνει 'κατό, 'κατό βενέτικα
Δίνει 'κατό βενέτικα στον τόπο της να πάει
ερ, κι τετρακό- ερ, κι τετρακό- ερ, κι τετρακό- τετρακόσια τέσσιρα
Κι τετρακόσια τέσσιρα να πάει με την τιμή της
ερ, κι ξαδιαντρά- ερ, κι ξαδιαντρά- ερ, κι ξαδιαντρά- ξαδιαντράπ' ένα παιδί
Κι ξαδιαντράπ' ένα παιδί, στον κόρφο της απλώνει
ερ, κι η κόρη από- ερ, κι η κόρη από- ερ, κι η κόρη από- από το φόβο της
Κι η κόρη από το φόβο της κι από την εντροπή της
ερ, πάν' στο κατά- ερ, πάν' στο κατά- ερ, πάν' στο κατά- κατάρτι ακούμπησε
Πάν' στο κατάρτι ακούμπησε και βγήκεν η ψυχή της
ερ, πάν' στο κατά- ερ, πάν' στο κατά- ερ, πάν' στο κατά- κατάρτι ακούμπησε