Κουράσιν Εβουλήθηκε (Προποντίδα)
Κουράσιν ε- κουράσιν εβουλήθηκε
να πα- να πα να σεργιανίσει
κι οξωπί- κι οξωπίσω να γυρίσει
Μαζεύει τις- μαζεύει τις γειτόνισσες
ναι μα- ναι μα τον Άι-Γιώργη
βάι και τις- βάι και τις γειτονοπούλες
Και στο γιαλό- και στο γιαλό κατέβηκε
σώσ' Άι- σώσ' Άι μι Γιώργη μ' σώσε
βάι κάτου- βάι κάτου στο περιγιάλι
Βλέπουν καρά- βλέπουν καράβια κι έρχονται
βάι καρά- βάι καράβια κι αρμενίζουν
και το νου- και το νου τους δαιμονίζουν
Ρίχνουν τις βά- ρίχνουν τις βάρκες στο γιαλό
ναι μα- ναι μα τον Άι-Γιώργη
βάρκες- βάρκες στο περιγιάλι
Βάλαν τα βα- βάλαν τα βαρελάκια τους
νερό- νερό να τα γεμίσουν
κι οξωπί- κι οξωπίσω να γυρίσουν
Αφήσαν τα- αφήσαν τα βαρέλια τους
βάι και πέ- βάι και πέσαν στα κοράσια
σαν του Μάη, σαν του Μάη τα κεράσια
Κι ένα κορά- κι ένα κοράσι όμορφο
στον Α- στον Άι-Γιώργη τρέχει
Σώσ' Άι- σώσ' Άι μι Γιώργη μ' σώσε
Άι μι Γιώ- Άι μι Γιώργη μ' κρύψε με
βάι μέσα- βάι μέσα στα μάρμαρά σου
και στα σπί- και στα σπίτια τα δικά σου
Να σε πατώ- να σε πατώσω μάλαμα
βάι να σ' α- βάι να σ' ασημώσω ασήμι
σώσ' Άι- σώσ' Άι μι Γιώργη μ' σώσε
Να φκιάξω τα- να φκιάξω τα καντήλια σου
Όλα- όλα με το γιλντίζι
σώσ' Άι- σώσ' Άι μι Γιώργη μ' σώσε
Κι ανοίξανε- κι ανοίξανε τα μάρμαρα
βάι κι εκρύ- βάι κι εκρύβη το κοράσι
σαν του Μά- σαν του Μάη το κεράσι